- αχολία
- Η έλλειψη ή ελάττωση χολής. Η α. είναι σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, κυρίως των χοληφόρων οδών. Χαρακτηρίζεται από ίκτερο, υπέρχρωση των ούρων, αποχρωματισμό των κοπράνων (α. κοπράνων) κ.ά.
* * *η (AM ἀχολία) [άχολος] νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη της έκκρισης χολήςαρχ.πραότητα.
Dictionary of Greek. 2013.